- σκληροπρωτεΐνη
- η, Ν συν. στον πληθ. οι σκληροπρωτεΐνεςβιολ. ινώδεις πρωτεΐνες τών κυττάρων και τών ιστών, σημαντικότερες από τις οποίες είναι τα κολλαγόνα, οι κερατίνες, η φιβροΐνη, η ελαστίνη, η ρετικουλίνη κ.α.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroprotein (< σκληρός + πρωτεΐνη)].
Dictionary of Greek. 2013.