σκληροπρωτεΐνη

σκληροπρωτεΐνη
η, Ν συν. στον πληθ. οι σκληροπρωτεΐνες
βιολ. ινώδεις πρωτεΐνες τών κυττάρων και τών ιστών, σημαντικότερες από τις οποίες είναι τα κολλαγόνα, οι κερατίνες, η φιβροΐνη, η ελαστίνη, η ρετικουλίνη κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroprotein (< σκληρός + πρωτεΐνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… …   Dictionary of Greek

  • κερατίνη — Ινώδης πρωτεΐνη που ανήκει στην ομάδα των σκληροπρωτεϊνών. Είναι διαδεδομένη στους ζωικούς οργανισμούς, όπου έχει στηρικτικό ρόλο· συναντάται στο δέρμα, στα νύχια, στις οπλές των ζώων, στο τρίχωμα και στα φτερά. Η κ. είναι αδιάλυτη στο νερό και… …   Dictionary of Greek

  • σπογγίνη — η, Ν (βιοχ.) σκληροπρωτεΐνη που μοιάζει με πλαστικό και αποτελεί τον σκελετό τού 80% τών σπόγγων και, συγκεκριμένα, τών δημοσπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongin < γερμ. Spongin < λατ. spongia < σπογγία (< σπόγγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”